- εκδικώ
- και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, -έω)μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, -έομαι)1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον3. βοηθώ κάποιον που αδικείται, υπερασπίζω4. ζητώ ή απαιτώ ικανοποίησηαρχ.-μσν.1. εγείρω αξιώσεις2. διεξάγω δικαστικό αγώνααρχ.1. ενεργώ ως έκδικος, πληρεξούσιος2. κρίνω ή εκδικάζω μια υπόθεση.
Dictionary of Greek. 2013.